ΟΙ ΠΕΡΔΙΚΕΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Για όσους αγαπάνε το κυνήγι της ορεινής πέρδικας,
κάποια βουνά έχουν ξεχωριστή σημασία... Και εμένα, το Μιτσικέλι είναι το βουνό
που με έχει σημαδέψει!
Οχι γιατί εκεί έβρισκα τις περισσότερες πέρδικες (αν και ποτέ δεν σε άφηνε παραπονεμένο), αλλά γιατί η «θωριά» του βουνού εισέβαλε στη ζωή μου απ' όταν ήμουν μικρό παιδί. Το καθιστικό του πατρικού σπιτιού μου, στο Κάστρο, είχε μια τεράστια τζαμαρία που κοίταζε κατευθείαν το Μιτσικέλι, το οποίο λες και ξεφύτρωνε μέσα από τα νερά της Παμβώτιδος.
Σε αυτό το σαλόνι, ο πατέρας μου είχε τοποθετήσει μια πολυθρόνα στραμμένη προς το βουνό, και μέχρι τα βαθιά του γεράματα ατένιζε τις χιονισμένες του κορυφές, εξιστορώντας μου ιστορίες για χαμένες και κερδισμένες τουφεκιές, σε πέρδικες, λαγούς, αγριοπερίστερα και μπεκάτσες... Υψωνε από εκεί το δάχτυλό του και μου έδειχνε τη λάκα, το μονοπάτι, τον κέδρο, λες και μπορούσα να δω αυτά που εκείνος έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του.
Ο πατέρας μου ήταν ένας μοναχικός κυνηγός. Υποψιάζομαι ότι αυτή του η προτίμηση είχε να κάνει με το ότι η «κάρπωση» των εξορμήσεών του προοριζόταν για το τσουκάλι του σπιτιού. Οι δεκαετίες του '50 και του ΄60 ήταν σκληρές και δύσκολες στην Ηπειρο και ο πατέρας κυνηγούσε μόνος για να μην αναγκάζεται να μοιράζεται τη «λεία» του...
Πορείες...
Με αυτό το τουφέκι και 30 γραμμάρια σκάγια, κυνηγούσε τα πάντα. Επαιρνε το σκυλί -τον λεγόμενο «γκέκα» εκείνα τα χρόνια- και πεζός κατέβαινε στην παραλία της λίμνης... Εκεί υπήρχε ένας βαρκάρης, που εκείνη την ώρα έκανε δρομολόγιο αποκλειστικά για τους κυνηγούς, οι οποίοι θα «ροβολούσαν» για το Μιτσικέλι.
Γύρω στα 20 λεπτά μετά βρισκόταν στην Ντραμπάτοβα, και από εκεί... έπιανε την πλαγιά και κατευθυνόταν στα δικά του λημέρια!
«Πώς κυνηγούσε πέρδικα και μπεκάτσα με τον γκέκα;» θα ρωτήσετε... Αλλοι καιροί, άλλοι κυνηγοί... άλλα σκυλιά είναι η απάντηση!
Οταν εκείνα τα χωριάτικα «γκέκικα» βρίσκανε ντορό από πουλιά, είχαν μια τελείως διαφορετική κίνηση. Η κίνησή τους έμοιαζε με εκείνη των σπρίνγκερ σπάνιελ, δίνοντας την ευκαιρία στους κυνηγούς να τουφεκίσουν τα φτερωτά θηράματα που θα ξεσήκωνε ο σκύλος.
Στα σύνορα...
Οδύσσεια...
Οταν απομακρυνόμαστε από την περιοχή του Μιτσικελίου και αποφασίζαμε να κυνηγήσουμε στο Περιστέρι, η περιπέτεια γινόταν «Οδύσσεια»... Αυτοκίνητο δικό μας δεν είχαμε, παίρναμε λοιπόν το λεωφορείο για Μέτσοβο και κατεβαίναμε στην Μπαλντούμα. Από εκεί, άλλοτε με τα πόδια και άλλοτε με το αγροτικό λεωφορείο, φτάναμε μέχρι το χωριό.
Δειλά δειλά, η ζωή στο βουνό επανήλθε πολλά χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 90... Σε μια εξόρμηση στα παλιά εκείνα «λημέρια», είχαμε βρει δυο κοπαδάκια πέρδικες, που έδιναν το «σήμα» πως η ζωή εκεί πάνω ξανάρχιζε.
Οι αλλαγές...
Στην ευρύτερη περιοχή του Μετσόβου, από τη Χρυσοβίτσα έως το Ανήλιο και πιο πέρα στο Χαλίκι και την Τζούρτζια, κυνήγησα πέρδικες σε δύσκολες πλαγιές και «δύστροπους» ατραπούς... Οι περδικότοποι της ιδιαίτερης πατρίδας μου μου πρόσφεραν και συνεχίζουν να μου προσφέρουν ατέλειωτες χαρές, είτε βρίσκομαι στα Τζουμέρκα είτε στα ορεινά της Κόνιτσας είτε στα βόρεια της Θεσπρωτίας... Βέβαια, είναι πολλά αυτά που τώρα πια έχουν αλλάξει, σε σχέση με τα προηγούμενα «αυθεντικά» χρόνια που τότε δεν υπήρχαν δρόμοι, τα όπλα ήταν όλα δίκαννα, και μπότες μας τα... άρβυλα του στρατού.
Σήμερα, φτάνει κανείς εύκολα στον κυνηγότοπο. Εχει πρόσβαση σε άρβυλα παντός είδους, ανθεκτικά και αδιάβροχα. Υπάρχουν ρούχα ζεστά, ελαφριά, αδιάβροχα και ανατομικά. Τα όπλα έχουν το μισό σχεδόν βάρος από τα όπλα εκείνης της εποχής, και τα σκυλιά δεν είναι οι... ημίαιμοι «γκέκες» των χωριών μας. Το πρώτο σκυλί φέρμας που ήλθε στο σπίτι μας, ήταν ένα τεράστιο, ηλικιωμένο Γκόρντον Σέττερ, που... ένας Αγγλος αξιωματικός είχε χαρίσει στον πατέρα μου τη δεκαετία του ΄50, όταν οι Εγγλέζοι έφυγαν από την Κέρκυρα... Είχα αγαπήσει αυτό το σκυλί λόγω του χαρακτήρα του, αλλά και γιατί κυνηγούσες μαζί του τα πάντα!
Αργότερα, οι μνήμες που είχα από τον σκύλο με οδήγησαν και μένα στην απόκτηση δυο Γκόρντον Σέττερ, αλλά δεν έμειναν για πολύ κοντά μου... Είναι σκυλιά ιδανικά για τα χειμωνιάτικα κρύα, αλλά δυσκολεύονται στα σπανά βουνά με τη ζέστη.
Τα πάθη...
Τη δεκαετία του ΄50 οι βοριάδες σε περόνιαζαν μέχρι το κόκαλο και το κύμα στη λίμνη έφτανε μέχρι ψηλά στα δένδρα, φτιάχνοντας παγωμένους σταλακτίτες. Ηταν εποχές κατάλληλες για σκυλιά σαν τα Γκόρντον... Οι εποχές όμως άλλαξαν. Από το ΄80 και μετά οι ζέστες στα Γιάννινα κρατούν μέχρι και τον Οκτώβρη, έτσι κι εγώ προσαρμόστηκα στη «μοδάτη» εποχή, αρχικά με Πόιντερ και στη συνέχεια με αγγλικά Σέττερ. |Λένε, πως το κυνήγι της πέρδικας είναι δύσκολο... Δεν διαφωνώ. Λένε, πως είναι για τους νέους. Ετσι πίστευα κι εγώ, οπότε ετοιμαζόμουν ψυχολογικά για την «αποστρατεία», ώστε να μη μου κακοφανεί... Συνεχίζω όμως να γυρνάω τα βουνά στην Ηπειρο και στη Σουηδία (που σήμερα περνάω τον μισό χρόνο), διαπιστώνοντας και κάτι ακόμα:
Το κυνήγι της πέρδικας ναι μεν είναι ευκολότερο με ένα καλοφτιαγμένο και γυμνασμένο σώμα, ναι μεν χρειάζεται να ξέρει κανείς πώς να «πατάει» στο βουνό, αλλά πάνω από όλα απαιτεί... ψυχή και έρωτα με αυτό το κυνήγι. Και ευτυχώς, αυτός ο «έρωτας» συνεχίζει ακόμα να με ταλανίζει.
Η... νόσος των ψηλών βουνών εξακολουθεί - «αγιάτρευτη»- να με συνοδεύει, χρόνια πολλά από τότε που αντίκρισα για πρώτη φορά το Μιτσικέλι, από το καθιστικό του πατρικού μου σπιτιού!
ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ;
«Δεν υπάρχει εξυπνότερο και πιο δαιμονισμένο θήραμα από την πέρδικα», γράφει ο αείμνηστος Αγγελος Ποιμενίδης. «Ο λαγός κοιμάται τη μέρα και τον ξετρυπώνει ο σκύλος. Το αγριογούρουνο σου το προγκάνε οι χουγιαχτάδες, (παγανιέρηδες). Το ορτύκι και η μπεκάτσα προδομένα από τον καιρό γίνονται παιχνίδι του σκύλου σου. Μα η πέρδικα σ΄ ακούει και στρατηγικά κινείται. Σ' αντιλαμβάνεται και παίρνει άλλο δρόμο, τον τραχύ κι ανηφορικό, που θα λαχανιάσεις και θα σπάσουν τα στήθια σου. Η καρδιά σου θα βαράει σαν ταμπούρλο. Τρέχει όταν θελήσει σαν λαγός και πετάει σαν τρυγόνα.
Κώστας Μπακατσέλος
Φωτογραφίες: Κώστας Μπακατσέλος
(Πατειστε διπλο κλικ για να δειτε ολοκληρες τις φωτογραφιες)
ΕΘΝΟΣ - ΚΥΝΗΓΙ 27/12/2012
Μη ξεχασετε να πατησετε και να δειτε τις ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ